Ψυχοθεραπεία είναι η θεραπευτική παρέμβαση που βασίζεται στη λεκτική επικοινωνία ανάμεσα στον θεραπευόμενο και τον θεραπευτή, και στη σχέση μεταξύ τους, η οποία αποσκοπεί στο να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του, να προσαρμοστεί στη ζωή, να ανακουφιστεί από τα δυσάρεστα ψυχολογικά συμπτώματά του, να βελτιώσει τη νοητική του κατάσταση ή/και να συμβάλλει στην κοινωνική του επανένταξη, επιτρέποντάς του να ζήσει μια όσο το δυνατόν πιο ικανοποιητική ζωή.
Ο βασικός ρόλος ενός ψυχολόγου που εργάζεται με παιδιά και εφήβους είναι η υποστήριξη αυτών αλλά και της οικογένειας, ανταποκρινόμενος σε αιτήματα που αφορούν τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από θέματα σχέσεων της οικογένειας αλλά και του γενικότερου περιβάλλοντος.
Ψυχοθεραπεία παιδιών
Η ψυχοθεραπεία των παιδιών απαιτεί κατάλληλη εκπαίδευση πάνω σε διάφορες τεχνικές, όπως μέθοδοι αξιολόγησης αλλά και μέθοδοι τροποποίησης της συμπεριφοράς.
Ο ψυχολόγος συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψιν το αναπτυξιακό στάδιο αλλά και το γνωστικό και συναισθηματικό επίπεδο του παιδιού, παρεμβαίνει με σκοπό την απόκτηση νέων, πιο εποικοδομητικών, προσαρμοστικών και λειτουργικών συμπεριφορών. Καθώς στις μικρότερες ηλικίες το παιδί κοινοποιεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του χρησιμοποιώντας πολύ λιγότερους λεκτικούς συνειρμούς, οι δραστηριότητες που προτείνονται θα πρέπει να είναι ενδιαφέρουσες, ρεαλιστικές και να μεταδίδουν το μήνυμα ότι με αυτές το παιδί μπορεί να βοηθηθεί και να αισθανθεί καλύτερα.
Ο ψυχολόγος χρησιμοποιεί μεθόδους αξιολόγησης και τροποποίησης της συμπεριφοράς, αλλά και τη συζήτηση, το παιχνίδι, τη ζωγραφική, την αφήγηση διδακτικών ιστοριών και άλλες τεχνικές, λαμβάνοντας πάντα υπόψιν τη μοναδικότητα και τις ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού. Επίσης, η αξιολόγηση γίνεται μέσω της χρήσης ψυχομετρικών εργαλείων όπως το Wisc-III, που θεωρείται η πλέον αξιόπιστη και έγκυρη ψυχομετρική κλίμακα για την εκτίμηση των γνωστικών λειτουργιών του παιδιού, αλλά και με τη χρήση του Αθηνά test, ένα πολυθεματικό, ατομικό test με κύρια εφαρμογή στη διάγνωση μαθησιακών δυσκολιών.
Και οι δύο αυτές κλίμακες συνεισφέρουν αποτελεσματικά στη διάγνωση νοητικής καθυστέρησης, δυσλεξίας, μαθησιακών δυσκολιών, προβλημάτων αναπτυξιακού τύπου ή προβλημάτων προσαρμογής στο σχολείο, και βοηθούν εν γένει στην εκτίμηση των δυνατοτήτων ή των αδυναμιών των παιδιών ώστε να υπάρξει η κατάλληλη ενισχυτική παρέμβαση.
Παρέμβαση
Η παρέμβαση αυτή έπεται της αξιολογήσεως και γίνεται ποικιλοτρόπως, ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού και το θέμα/δυσκολία που αντιμετωπίζει. Ένας τρόπος παρέμβασης για παράδειγμα, είναι οι μέθοδοι τροποποίησης της συμπεριφοράς, οι οποίες βασίζονται στην επιβράβευση και την αλλαγή των περιβαλλοντικών συνθηκών προκειμένου να υπάρξει η συμπεριφορική αλλαγή.
Πέραν όμως των δομημένων αυτών μεθόδων υπάρχουν και άλλες λιγότερο κατευθυντικές τεχνικές.
Η παιγνιοθεραπεία για παράδειγμα, είναι μια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που απευθύνεται κυρίως σε παιδιά ηλικίας έως 12 ετών και στηρίζεται στη φυσική τους ανάγκη για παιχνίδι. Το θεραπευτικό αυτό μοντέλο τα βοηθά να κατανοήσουν μπερδεμένα συναισθήματα ή σκέψεις αλλά και δυσάρεστα γεγονότα, τα οποία δεν είχαν τη δυνατότητα να επεξεργαστούν ή να επιλύσουν. Το παιδί κοινοποιεί τον εσωτερικό του κόσμο χρησιμοποιώντας πολύ λιγότερους λεκτικούς συνειρμούς, ενώ εκφράζεται πιο αυθόρμητα με το παιχνίδι. Η παιγνιοθεραπεία παρέχει αυτή ακριβώς τη δυνατότητα: να εκφράσει συμβολικά τις ανησυχίες, τις επιθυμίες, τους φόβους αλλά και τα συναισθήματά του. Το παιχνίδι θεωρείται μια φυσική και αβίαστη διαδικασία μάθησης και έκφρασης, αποτελεί τον αμεσότερο τρόπο απελευθέρωσης από εσωτερικές εντάσεις, ενώ παράλληλα διευκολύνει την επικοινωνία των ενηλίκων με τον ψυχισμό του παιδιού.
Η ζωγραφική και η αφήγηση διδακτικών ιστοριών αξιοποιούνται επίσης στην ψυχοθεραπεία των παιδιών. Εξίσου χρήσιμες τεχνικές είναι το παιχνίδι ρόλων και η καθοδηγούμενη φαντασία, όπου στο ασφαλές πλαίσιο της συνεδρίας το παιδί δοκιμάζει κοινωνικά σενάρια που το δυσκολεύουν, για να αποφορτιστεί και για να πειραματιστεί με νέες, πιο λειτουργικές συμπεριφορές.
Ο χώρος πρέπει να είναι ειδικά διαμορφωμένος ώστε να είναι ζεστός και φιλικός, ενώ ο ψυχολόγος οφείλει να αποπνέει εμπιστοσύνη και να αξιοποιεί τις δυνάμεις του παιδιού προκειμένου να καλλιεργήσει την αυτοεκτίμησή του, να ενθαρρύνει την συναισθηματική του ωρίμανση αλλά και την συμπεριφορική αλλαγή. Πριν την έναρξη της ψυχοθεραπείας, πρέπει να προηγείται μια συνάντηση μόνο με τον κηδεμόνα ούτως ώστε να συζητηθούν τα ζητήματα που απασχολούν το παιδί (π.χ. ανασφάλεια, υπερεξάρτηση, φόβοι, άγχος, απώλεια, προβλήματα ύπνου, δυσκολίες μάθησης, ΔΕΠ-Υ, δυσκολίες κοινωνικής/σχολικής προσαρμογής, κτλ) αλλά και ο κατάλληλος τρόπος ενημέρωσης και εμπλοκής του στην διαδικασία.
Ψυχοθεραπεία εφήβων
Ο ψυχολόγος οφείλει να αντιμετωπίσει τον έφηβο όπως και ένα ενήλικο άτομο: να σεβαστεί τις απόψεις του, να τον στηρίξει και να καλλιεργήσει ένα κλίμα αποδοχής, κατανόησης και εχεμύθειας προκειμένου να εξερευνήσουν μαζί δύσκολα συναισθήματα, σκέψεις και καταστάσεις.
Ο ψυχολόγος δεν μετατρέπεται σε γονεϊκή φιγούρα και κρατά μια ουδέτερη και σταθερή στάση: δεν κατηγορεί, δεν τιμωρεί και παραμένει συναισθηματικά διαθέσιμος. Χτίζεται έτσι η απαραίτητη εμπιστοσύνη και ενθαρρύνεται η αυτοαποκάλυψη, αναφορικά με εξωγενείς δυσκολίες (προβλήματα στο σπίτι ή στο σχολείο, διαζύγιο γονέων, επαγγελματικός προσανατολισμός, κοινωνικές πιέσεις, αυτονόμηση κλπ) ή ενδογενή ζητήματα (υπερβολικό θυμό, ενοχές, άγχος, κατάθλιψη, διατροφικές διαταραχές, αναζήτηση ταυτότητας, εξάρτηση από video games, η σεξουαλικότητά του κλπ). Δημιουργείται δηλαδή ένα ασφαλές πλαίσιο όπου ο έφηβος μπορεί να εκτονωθεί συναισθηματικά, να επεξεργαστεί τα θέματα που τον απασχολούν και να τα βάλει σε μία τάξη.
Πολύ συχνά, εξαιτίας των αναπτυξιακών απαιτήσεων και των κοινωνικών πιέσεων αυτής της ηλικίας, κάποιοι έφηβοι αναγκάζονται από τους κηδεμόνες τους να επισκεφθούν έναν ψυχολόγο. Σε αυτές τις περιπτώσεις καλό είναι να προηγείται μια συνάντηση μόνο με τον κηδεμόνα, προκειμένου να αποφασισθεί ο κατάλληλος τρόπος ενημέρωσης και εμπλοκής του εφήβου. Και αυτό γιατί η θεραπευτική διαδικασία μπορεί να είναι αποδοτική μόνο αν υπάρχει πρόθεση και συγκατάθεση για συνεργασία.
Συγγραφή: Θεόδωρος Αργύρης, Ψυχολόγος Παιδιών και Εφήβων, MSc.
Επιμέλεια: Δημήτρης Μπαλτούμας ΟΤ, SI, CBT