Η επικοινωνία είναι η ικανότητά μας να μοιραζόμαστε τη ζωή μας με άλλους ανθρώπους. Γεννιόμαστε με την ανάγκη της επικοινωνίας, καθώς, διαφορετικά, δε θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε εάν για παράδειγμα δε μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε την ανάγκη μας για ζέστη, φαγητό, κλπ. Από τη γέννησή μας δε μπορούμε να ζήσουμε ανεξάρτητοι, καθώς χρειαζόμαστε τη μητέρα η οποία μας φροντίζει.

Μεγαλώνοντας, παρ’ όλο που παλεύουμε για να είμαστε ανεξάρτητοι, ωστόσο συνεχίζουμε να εξαρτώμαστε από την κοινωνία στην οποία ζούμε. Νιώθουμε αποξενωμένοι από αυτούς που δε μπορούμε να επικοινωνήσουμε και καταβάλλουμε σημαντικές προσπάθειες να μάθουμε μία κοινή γλώσσα. Ακόμα, εάν τα παιδιά μας δε μπορούν να μιλήσουν, χρησιμοποιούμε συμβολικά συστήματα να καλύψουμε το κενό μεταξύ μας. Παρά τις σημαντικές μας προσπάθειες, υπάρχουν άνθρωποι στο αυτιστικό φάσμα που φαίνεται να είναι πέρα των δυνατοτήτων μας και των προσπαθειών μας για επικοινωνία. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν λίγη ή χωρίς νόημα ομιλία, δεν ανταποκρίνονται στην προσέγγισή μας ή ανταποκρίνονται σε ελάχιστο βαθμό. Οπότε, τι μπορεί να εννοούμε όταν λέμε να κάνουμε μία συζήτηση με παιδιά και ενήλικες που, όχι μόνο είναι μη-λεκτικοί αλλά φαίνεται να απορρίπτουν τις προσπάθειές μας για επικοινωνία ή ακόμα μας απορρίπτουν σαν άτομα;

Για να μιλήσουμε για επικοινωνία, θα πρέπει να σκεφτούμε τη φύση και τον τρόπο που επικοινωνούμε τα νευροτυπικά άτομα. Τι τύπους διαλόγων έχουμε μεταξύ μας;

Αρχικά υπάρχει η λειτουργική επικοινωνία, μέσω της οποίας κάνουμε γνωστές τις ανάγκες μας στους άλλους ή ζητάμε πληροφορίες, χαιρετάμε τους άλλους, μιλάμε με τους άλλους, διαπραγματευόμαστε και συζητούμε πράγματα που μας ενδιαφέρουν. Πρέπει να αναφερθεί ότι η λειτουργική επικοινωνία δεν είναι απαραίτητο να είναι λεκτική, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω άλλων συστημάτων (εναλλακτικής) επικοινωνίας, όπως το Μakaton. Σε ένα άτομο με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος, όσο πιο χαμηλής λειτουργικότητας είναι, τόσο πιο ξεκάθαρο θα πρέπει να είναι το σύστημα επικοινωνίας που χρησιμοποιούμε. Όσο περισσότερο αφηρημένο είναι το σύστημα επικοινωνίας, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για το άτομο να κατανοήσει και να βγάλει νόημα, καθώς η επικοινωνία θα ενέχει επεξηγήσεις και θα έχει τα ίδια μειονεκτήματα με την ομιλία, άρα θα εντοπίζεται διαταραγμένη επεξεργασία και αυξημένο άγχος.

Το πρόβλημα είναι, ότι αν επικεντρωθούμε μόνο στη λειτουργική επικοινωνία, ελλοχεύει ο κίνδυνος να κατευθύνουμε την προσοχή του ατόμου προς την διαχείριση του κόσμου και όχι στο να το βοηθήσουμε να το μοιραστεί. Ακόμα και αν του μάθουμε να εκφράζει τη “χαρά” και τη “λύπη” διαλέγοντας το πρόσωπο που εκφράζει το κάθε συναίσθημα, απέχει πολύ από το να μοιραστεί μαζί μας αυτά τα συναισθήματα, καθώς θα αποτελέσει μια παρατήρηση, χωρίς να βοηθά στη ροή της επικοινωνίας.

Το συναισθηματικό δέσιμο μας “ενημερώνει” για το πώς νιώθουμε για τους άλλους. Ωστόσο, είναι ένα κομμάτι της επικοινωνίας που φαίνεται να λείπει από την αλληλεπίδραση με τα άτομα με Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος. Η λειτουργική επικοινωνία και το συναισθηματικό δέσιμο είναι επιθυμητά αφενός, ενώ αφετέρου η διαφορές τους είναι ξεκάθαρες. Και τα δύο συνδυάζονται και περιγράφονται με μία μόνο λέξη: σχέση. Η δημιουργία συναισθηματικού δεσμού αναφέρεται στην πρωταρχική άνθρώπινη ανάγκη του να ανήκεις και να συνδέεσαι με άλλους.

Όσο και αν εκπληρώσουμε τις φυσικές ανάγκες του ατόμου με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος θα συνεχίσουν να νιώθουν απομονωμένοι/αποξενωμένοι, εκτός αν βρούμε έναν τρόπο να τους βοηθήσουμε να βιώσουν την ανθρώπινη σύνδεση. Παρατηρούμε τη διαφορά όταν ξεκινούν να απολαμβάνουν την ανθρώπινη παρουσία/συντροφιά. Αρχίζουν να χαμογελούν, να μας κοιτάνε, να ανταποκρίνονται και να αναζητούν τη συντροφιά μας.

Πώς μπορούμε λοιπόν να ενισχύσουμε τη διαφοροποίηση αυτή και την ανταπόκρισή τους στην ανθρώπινη παρουσία;

Οι δύο βασικές ιδέες για την προώθηση της επικοινωνίας, είναι αφενός οι πρώτοι ‘διάλογοι’ μεταξύ μητέρας και βρέφους, στους οποίους το βρέφος μιμείται τη μητέρα, η μητέρα επιβεβαιώνει, και το μωρό προχωρά σε κάτι καινούργιο. Με αυτόν τον τρόπο τα βρέφη εξελίσσουν σταδιακά συνθετότερες αλληλεπιδράσεις με τους ενήλικες. Παράλληλα, το κίνητρο για την εξέλιξη αυτή είναι η αμοιβαία ευχαρίστηση της επικοινωνίας αυτής.

Η άλλη βασική ιδέα για την προώθηση της επικοινωνίας βασίζεται στο Καθρεπτικό Νευρικό Σύστημα. Παρ’ όλο που υποστηρίζεται ότι στα άτομα με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος, το σύστημα των καθρεπτικών νευρώνων δε λειτουργεί σωστά, η παρατήρηση δείχνει ότι αναγνωρίζουν πάντα μία χειρονομία εάν είναι μέρος της δικής τους γλώσσας του σώματος. Αυτό οδηγεί στο συμπερασμά ότι ακόμα και στον Αυτισμό το σύστημα των καθρεπτικών νευρώνων λειτουργεί, με την προϋπόθεση ότι τα νοήματα και οι χειρονομίες ανήκουν στο ρεπερτόριό τους.

Η Εντατική Αλληλεπίδραση, αποτελεί τη φυσική εξέλιξη, των βασικών ιδεών που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ξεκινάμε με την παρατήρηση. Τι κάνει το άτομο; Για τα άτομα με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος οι λέξεις και ο διάλογος τους προκαλούν σύγχιση και για αυτό το λόγο ακούνε το δικό τους εγκέφαλο-γλώσσα του σώματος. Εάν θέλω να μιλήσω μαζί σου, θα πρέπει να κοιτάξω τι κάνεις και να χρησιμοποιήσω τις κινήσεις, τους ήχους και τις χειρονομίες σου, το feedback που δίνεις στον εαυτό σου, για να μπορέσω να κάνω διάλογο μαζί σου.

Αυτό δε σημαίνει ότι σε αντιμετωπίζω υποτιμητικά, αλλά αντιθέτως, εκτιμώ τον τρόπο που μιλάς στον εαυτό σου τόσο πολύ που θέλω να μάθω αυτή τη μυστική γλώσσα για να μπορώ να επικοινωνώ μαζί σου.

Γεωργία Βορίση

Λογοπεδικός, Σύμβουλος Portage

print